- εἰλίποδες
- εἰ̱λίποδες , εἰλίπουςrolling in their gaitmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἱλίποδες — εἰ̱λίποδες , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειλίπους — εἰλίπους, ουν (Α) 1. αυτός που συστρέφει το πόδι όταν βαδίζει (ομηρικό επίθετο τών βοδιών επειδή όταν βαδίζουν διαγράφουν με το πέλμα τμήμα κύκλου) 2. ως ουσ. εἰλίποδες βόδια 3. φρ. «γυναῑκες εἰλίποδες» οι γυναίκες που πλέκουν τα πόδια γύρω στο… … Dictionary of Greek